καταψύχω

καταψύχω
-υξα, -ύχτηκα, καταψυγμένος, -η, -ο και κατεψυγμένος, -η, -ο, παγώνω κάτι σε μεγάλο βαθμό: Αγόρασε κατεψυγμένα ψάρια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταψύχω — καταψύχω, κατέψυξα (σπάν. κατάψυξα) βλ. πίν. 31 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταψύχω — κατάψυχος opacus masc/fem/neut nom/voc/acc dual κατάψυχος opacus masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) καταψύ̱χω , καταψύχω cool pres subj act 1st sg καταψύ̱χω , καταψύχω cool pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψύχω — (AM καταψύχω) ψύχω κάτι πολύ, παγώνω κάτι με έντονη ψύξη («ὕδωρ καταψύχει τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν», Αριστοτ.) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεψυγμένος, η, ο α) αυτός που έχει διατηρηθεί επί μακρό χρόνο σε καλή κατάσταση με τη μέθοδο τής… …   Dictionary of Greek

  • καταψυχέντα — καταψύχω cool aor part pass neut nom/voc/acc pl καταψύχω cool aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψῦχον — καταψύχω cool pres part act masc voc sg καταψύχω cool pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέψυχεν — καταψύχω cool aor ind pass 3rd pl (epic) κατέψῡχεν , καταψύχω cool imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγυψώ — καταψυχῶ, όω (Α) επαλείφω με γύψο («καταγυψοῡν κεράμια», Γαλ.) …   Dictionary of Greek

  • καταψυγεῖσαν — καταψύχω cool aor part pass fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψυγείσης — καταψύχω cool aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψυγῆναι — καταψύχω cool aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”